Του Νεκρού Αδελφού (Γιάνη* του
Χιονιά)
[Προσδοκώ ανάσταση νεκρών]
Ήτανε βράδυ σκοτεινό, βράδυ σαν όλα τα άλλα
Το κρύο ήταν τσουχτερό
Και συ εδιάβαζες το ροζουλί το γράμμα
Στο κάστρο το μαυριδερό
Η πόρτα χτύπησε και ήταν το μικιό
Που είχες κάποτε σώσει
Από την επίθεση σε κείνο το χωριό
Που να’ ξερες ότι θα σε προδόσει
Τον θείο σου εβρήκανε και άντρες που ήσαν χαμένοι
Και συ έτρεξες Γιανάκη μου με πνοή λαχανιασμένη
Προδότη σε αποκαλέσανε και ήταν μαζεμένοι
Χίλιοι δυο αδελφοί μαυροντυμένοι
Σαν σφαίρα έπεσε η πρώτη μαχαιριά
Από τον Άλισσερ τον γέρο
Σου έσκισε με μιας τα σωθικά
Τάχα για την Νυχτερινή Φρουρά οέο;
Ήρθε και πάλι το μικιό
Με δάκρυα στα μάτια σε κοιτούσε
Για την Νυχτερινή Φρουρά είπε και αυτό
Μάλλον εκδίκηση ζητούσε
Και έπεσες τότε Γιάνη μου με χαμένο βλέμμα
Πάνω στο χιόνι το λευκό
Και έτρεχε παντού το κόκκινο το αίμα
Γεμάτο τρύπες σε αφήσανε τον καψερό.
Τον κόσμο από τους Άλλους τώρα ποιος θα σώσει
Που με το σπαθί σου στα δύο είχες σκίσει
Του Άλλισερ το κεφάλι κάποιος να παλουκώσει
Και κάποια μαγεία σκοτεινή πάλι να σε αναστήσει
*με ένα ν γιατί γράφεται Jon και όχι John
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου