«Μπαμπά τι είναι μπουρδέλο;»
ρώτησε ο μικρός Γιωργάκης τον πατέρα του ενώ έκαναν την πρωινή τους βόλτα στο
κέντρο της Αθήνας. Κρύος ιδρώτας έλουσε
τον πατέρα που όμως περήφανος που ο γιός του έδειχνε να μεγαλώνει του απάντησε «Είναι
ένα μέρος όπου πάει ο άντρας και ανακουφίζεται λίγο όταν δεν έχει κοπέλα ή έχει κάποια προβλήματα
στη σχέση του. Εκεί εργάζονται σκληρά και τίμια πολλές
γυναίκες που θέλουν να βοηθήσουν τον άνδρα». «Και δηλαδή μπαμπάκα αυτός εκεί με
τη γραβάτα που πάει σε εκείνο το μεγάλο κτήριο με τα φώτα πάει γιατί προβλήματα στη σχέση του;» ρώτησε ο Γιωργάκης τον πατέρα του που έμεινε να
κοιτάζει τους τσολιάδες χωρίς να μπορεί να απαντήσει στο γιο του.
Και τι να του απαντήσει
δηλαδή; Ότι το κτήριο που βλέπει είναι η Βουλή μέσα στο οποίο διακυβεύεται το
μέλλον αυτού εδώ του άμοιρου τόπου; Ή ότι η Βουλή έχει καταντήσει να ταυτίζεται
πολύ εύκολα με ένα μπουρδέλο. Όχι γιατί αφήνει το ίδιο ικανοποιημένους τους πελάτες
του. Ούτε γιατί προσφέρει το ίδιο λειτούργημα. Αλλά γιατί η Βουλή είναι σαν μια
γριά τσατσά που στέκεται στη πόρτα του «σπιτιού» και φωνάζει για τα καλούδια
που έχει να προσφέρει. Ακούγεται σκληρό αυτό που λέω αλλά για σκέψου του λίγο.
Η τσατσά σου τάζει για τα
κορίτσια της, τις ικανότητες τους και τις υπηρεσίες που μπορούν να σου
προσφέρουν. Η τάδε το κάνει έτσι, η άλλη αλλιώς, η παρ' άλλη είναι εξπέρ σε
εκείνο και πάει λέγοντας. Σου γεμίζει δηλαδή το κεφάλι με ΘΑ ώστε να σε πείσει
να τους τιμήσεις και να πέσεις στο κρεβάτι με κάποια από τις υποψήφιες. Σαν
καλή τσατσά λοιπόν η κυρά Βουλή μαζεύει όλα τα καλούδια που χαρακτηρίζουν τα
κόμματα ξεχωριστά και στα πλασάρει με τον καλύτερο τρόπο ώστε να σε πείσει να
διαλέξεις ένα από αυτά.
Και αφού διαλέξεις την
πουτάνα που θα σου γυαλίσει, μπαίνεις στο δωμάτιο. Εκείνη έχει γδυθεί ήδη,
γδύνει και εσένα και αρχίζει το μπαλαμούτι. Εσύ στο κεφάλι σου, με όλα αυτά που
έχεις ακούσει έχεις πλάσει ήδη το σενάριο της τσόντας που γυρίζεις στο μυαλό
σου. Η γκόμενα στήνεται, εσύ μπαίνεις μέσα της και ωχ…. όχι ρε γαμώτο… όχι
τώρα. Τελειώνεις τόσο νωρίς που τελικά το σπέσιαλ που σου έταξαν όταν έμπαινες
στο «σπίτι» δεν θα το απολαύσεις. Η θέα ήταν τόσο καλή που σε συνδυασμό με όλα
όσα είχες πλάσει στο ξερό σου δεν κατάφερες τελικά να απολαύσεις το σπέσιαλ.
Φταίει όμως και εκείνη. Πως στήθηκε έτσι; Πως μου κουνιόταν έτσι; Πως φώναζε έτσι; Να δεις η ρουφιάνα
επίτηδες το έκανε για να ξεμπερδεύει μαζί μου γρήγορα, να μου πάρει τα λεφτά
και να ελπίζει ότι θα με ξαναδεί.
Βρε κοίτα σύμπτωση. Μόλις
διαλέξεις το κατάλληλο για σένα κόμμα, αυτό αρχίζει να σε γδύνει κυριολεκτικά
και μεταφορικά με τη πολιτική του δράση που ή θα σε αφήσει χωρίς φαγητό ή χωρίς
βρακί ή και τα δύο. Και όταν τελειώσει τη δουλεία του και θεωρήσει ότι σε
ικανοποίησε θα σε κάνει να νομίζεις ότι τα έκανε όλα τέλεια ή τέλος πάντως
προσπάθησε για το καλύτερο και στην τελική θα σου κάνει ναζάκια να το
ξαναδιαλέξεις. Και συ θα το ξαναδιαλέξεις.
Η μόνη διαφορά είναι ότι
στη πρώτη περίπτωση γδύνεσαι οικειοθελώς και το αποτέλεσμα (αν και όχι όπως θα
το περίμενες) σου αφήνει κάποια ευχαρίστηση ενώ στη δεύτερη από «πελάτης»
μάλλον έγινες η πουτάνα της πουτάνας και σε πονάει πολύ. Γιατί με δαύτους όπως τα
έχουν κάνει ευχαρίστηση δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια, εκτός αν είσαι από αυτούς
που έχουν βγάλει τα λεφτάκια τους στο εξωτερικό, ζουν ζωή και κότα και έχουν
φράγκα να φάνε ακόμα και τα τρισέγγονα των εγγονιών τους και άρα δεν τους νοιάζει
και πολύ.
Βρε το Γιωργάκη φωτιές που μας
άναψε.
Και να σκεφτείς ότι μου
έλεγαν ότι δεν μπορείς να κρυφτείς από τα παιδιά γιατί τα ξέρουν όλα και δεν τους πίστευα. Σοφός ο λαός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου