Τρεις
φορές και τρεις καιρούς (γιατί τρεις αστικούς θρύλους παρουσιάζουμε κάθε φορά)
ήταν μωρά που παίζανε με τα φύλλα, παράξενες γυναίκες στο μετρό και στοιχήματα
για ζωντανούς νεκρούς. Αυτό όμως ήταν το τρίτο μέρος. Στο τέταρτο μέρος της
σειράς μας θα διαβάσεις για φωτογραφίες, λεπτομερέστατα πορτραίτα και για διώροφα
σπίτια.
Οι
φωτογραφίες
Μερικούς μήνες πριν ένας φίλος μου, ο οποίος είναι ένας ανερχόμενος
φωτογράφος αποφάσισε να περάσει όλη τη μέρα του στο δάσος έξω από την πόλη.
Ήθελε να τραβήξει φωτογραφίες από τα δέντρα και την ζωή στη φύση όσο πιο
φυσικές γινόταν για το αρχείο της. Δεν την φόβιζε το ότι ήταν μόνη καθώς είχε
κατασκηνώσει μόνη της πολλές φορές μέχρι τώρα. Έστησε λοιπόν τη σκηνή της στη
μέση μια μικρής έκτασης και πέρασε τη μέρα της τραβώντας φωτογραφίες. Γέμισε τέσσερα
φιλμ σε εκείνο το ταξίδι, αλλά όταν πήγε να τις εμφανίσει είδε τέσσερεις
φωτογραφίες που την ανησύχησαν. Οι φωτογραφίες αυτές τραβήχτηκαν μέσα από την
σκηνή και έδειχναν την έδειχναν να κοιμάται στη μέση της νύχτας.
Τα πορτραίτα
Μια φορά και ένα καιρό ζούσε ένα κυνηγός, ο οποίος ύστερα από μια μεγάλη
μέρα κυνηγώντας βρέθηκε στη μέση ενός τεράστιου δάσους. Η νύχτα έπεφτε και ο
κυνηγός είχε χαθεί. Έτσι αποφάσισε να στραφεί προς μία κατεύθυνση μέχρι ο ορίζοντας
να ήταν καθαρός από την πυκνή βλάστηση. Μετά από ώρες βρέθηκε σε ένα μικρό
σπίτι. Συνειδητοποιώντας το πόσο είχε σκοτεινιάσει ο κυνηγός αποφάσισε να δει
αν θα μπορούσε να μείνει εκεί τη νύχτα. Πλησίασε και βρήκε την πόρτα
μισάνοιχτη. Κανείς δεν ήταν μέσα. Θα
εξηγήσω στον ιδιοκτήτη το πρωί σκέφτηκε ενώ ξάπλωνε σε ένα κρεβάτι.
Καθώς κοίταζε γύρω γύρω μέσα στη μικρή καλύβα, είδε με έκπληξη ότι οι
τοίχοι ήταν γεμάτοι με πολλά πορτραίτα, ζωγραφισμένα με απίστευτη λεπτομέρεια.
Μάλιστα τα πρόσωπα που κοσμούσαν τα πορτραίτα φαίνονταν να τον κοιτάζουν με
μίσος και κακία. Παρατηρώντας το αυτό ο κυνηγός ένιωσε άβολα και ύστερα από
πολύ προσπάθεια να αγνοήσει τα πρόσωπα στους τοίχους, γύρισε πλευρό και
κουρασμένος που ήταν έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο.
Το επόμενο πρωί ο κυνηγός ξύπνησε, γύρισε, ανοιγόκλεισε τα μάτια του στο
φως της ημέρας. Τότε όμως ανακάλυψε πως η καλύβα πλέον δεν είχε πορτραίτα, παρά
μόνο παράθυρα.
Ο πάνω
όροφος
Όταν ήμουν παιδί η οικογένεια μου μετακόμισε σε ένα μεγάλο και παλιό, διώροφο
σπίτι, με μεγάλα και άδεια δωμάτια και πατώματα που τρίζουν. Οι γονείς μου
δούλευαν πάρα πολύ και έτσι συχνά έμενα μόνος μου όταν ερχόμουν από το σχολείο.
Ένα απόγευμα, όταν γύρισα από το σχολείο, το σπίτι ήταν ακόμα σκοτεινό. «Μαμά;»
φώναξα και άκουσα την τραγουδιστή φωνή της να λέει «Ναιιιι;» από τον πάνω
όροφο. Φώναξα ξανά καθώς ανέβαινα τις σκάλες για να δω σε ποιο δωμάτιο ήταν και
ξανά άκουσα το είναι «Ναιιιι;» σαν απάντηση.
Αυτό τον καιρό διακοσμούσαμε το σπίτι και δεν ήξερα που να πάω μέσα σε αυτό
το χάος από δωμάτια, αλλά εκείνη ήταν σε ένα από αυτά που ήταν πιο μακριά στα
δεξιά στο χολ. Ένιωσα άβολα, αλλά συνειδητοποίησα ότι ήταν φυσιολογικό και γι’
αυτό έτρεξα να βρω τη μαμά μου, γνωρίζοντας ότι η παρουσίαση της θα διώξει τους
φόβους μου, όπως πάντα κάνει. Μόλις έφτασα μπροστά από το χερούλι της πόρτας
για να ανοίξω, άκουσα την εξώπορτα κάτω να ανοίγει και την μαμά μου να φωνάζει χαρωπά
«Γλυκέ μου, είσαι σπίτι;». Έκανα πίσω, τρόμαξα και άρχισα να τρέχω στις σκάλες
κάτω σε εκείνη, αλλά καθώς κοίταζα την πόρτα πίσω μου, η πόρτα άνοιγε σιγά σιγά
τρίζοντας. Για μια στιγμή, είδα κάτι παράξενο να στέκεται εκεί. Δεν ξέρω τι ήταν
αλλά με κοίταζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου